- ἰξώδης
- ἰξώδηςlike birdlimemasc/fem acc pl (attic epic doric)ἰξώδηςlike birdlimemasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)ἰξώδηςlike birdlimemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιξώδης — ες (Α ἰξώδης, ῶδες) [ιξός] αυτός που μοιάζει με ιξό, ο κολλώδης νεοελλ. φυσ. το ουδ. ως ουσ. το ιξώδες η εσωτερική τριβή, η οποία αποτελεί βασικότατη ιδιότητα τών υγρών αρχ. μτφ. φιλάργυρος, φειδωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + κατάλ. ώδης (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ιξώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, όμοιος με ιξό, κολλώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰξώδη — ἰξώδης like birdlime neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰξώδης like birdlime masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰξώδης like birdlime masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξῶδες — ἰξώδης like birdlime masc/fem voc sg ἰξώδης like birdlime neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξώδεα — ἰξώδης like birdlime neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἰξώδης like birdlime masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰξωδῶς — ἰξώδης like birdlime adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ιξοειδής — ἰξοειδής, ές (Α) ιξώδης, κολλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + ειδής (< είδος), πρβλ. κολλο ειδής, σφαιρο ειδής] … Dictionary of Greek
ιξός — και οξός, ο (ΑΜ ἰξός) 1. το παρασιτικό φυτό viscum album που ζει πάνω στη βαλανιδιά και σε άλλα δέντρα, κν. γκυ 2. κολλώδης ουσία που λαμβάνεται από το φυτό αυτό και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ιξοβεργών («θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν ἰξόν»,… … Dictionary of Greek
κόμμι — το (Α κόμμι, εως) ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt … Dictionary of Greek